GrecoItaliano


προκαλώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 provocare
2 [σε μάχη] sfidare

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


προκαλώ αηδία = fare schifo || μία ερώτηση που προκαλεί αμηχανία = una domanda [θηλ.] imbarazzante || μία κατάσταη που προκαλεί αμηχανία = una situazione [θηλ.] imbarazzante



Sfoglia il dizionario




{{ID:PROKALW100}}
---CACHE---