Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προκαλώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 provocare
2 [σε μάχη] sfidare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προκάλυψη προκαλών  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


προκαλώ αηδία = fare schifo || μία ερώτηση που προκαλεί αμηχανία = una domanda [θηλ.] imbarazzante || μία κατάσταη που προκαλεί αμηχανία = una situazione [θηλ.] imbarazzante


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---