Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπρόχειρος
επίθετο 1 [κοντινός] a portata di mano 2 [χωρίς μελέτη] improvvisato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο πρόχειρο αντίγραφο = brutta copia [θηλ.] || τα πρόχειρα ρούχα = vestiti [αρσ. πλυθ.] di tutti i giorni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |