Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προβοκάρω
ρήμα μεταβατικό

1 fomentare
2 inasprire
3 incitare
4 irritare
5 istigare
6 provocare (vt)
7 scatenare (vt)
8 sobillare (vt)
9 sommuovere (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προβοκάρισμα προβοκάτορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---