Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπράκτορας
ουσιαστικό αρσενικό agente (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο ταξιδιωτικός πράκτορας = agente [αρσ. και θηλ.] di viaggi || ο μυστικός πρακτόρας = agente [αρσ. και θηλ.] segreto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |