Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πολυσαρκία
ουσιαστικό θηλυκό

1 carnosità
2 corpulenza
3 grassezza
4 obesità
5 pinguedine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πολυσακχαρίδιο πολύσαρκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---