Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πολυμερίζω
ρήμα μεταβατικό

1 polimerizzare (vt vi)
2 polimerizzarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πολυμερής πολυμερικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---