Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ποινή
ουσιαστικό θηλυκό

pena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ποιμνιοτρόφος ποινικολογικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η θανατική ποινή = pena [θηλ.] di morte


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---