Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλευροκοπώ
ρήμα μεταβατικό

1 affiancare
2 fiancheggiare
3 postergare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλευροκοπικός πλευροπνευμονία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---