Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλειοδότης
ουσιαστικό αρσενικό

1 aggiudicatario
2 deliberatorio
3 oblatore
4 offerente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλειοδοσία πλειοδοτώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---