Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλαστογραφώ
ρήμα μεταβατικό

1 alterare
2 artefare
3 contraffare
4 falsare
5 falsificare
6 rifare (vt)
7 sofisticare (vt)

πλαστογράφω
ρήμα

falsificare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλαστογράφος πλαστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---