Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πισσώνω
ρήμα μεταβατικό

1 bitumare
2 catramare
3 impeciare
4 incatramare
5 coprire con pece
6 spalmare di pece

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πισσώνομαι πισσωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---