Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιθηκίζω
ρήμα αμετάβατο

1 contraffare
2 imitare
3 scimmiottare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πιθηκάνθρωπος πιθηκοειδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---