Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπιπεριά
ουσιαστικό θηλυκό peperone (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαoi γεμιστές πιπεριές = peperoni [αρσ. πλυθ.] ripieni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |