Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπετρελαιοπηγή
ουσιαστικό θηλυκό pozzo petrolifero permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη πετρελαιοπηγή = pozzo [αρσ.] petrolifero Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |