Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πεταλουδίζω
ρήμα αμετάβατο
1
sfarfallare (vi)
2
sventolare (vi)
3
tremare
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πεταλούδα
πεταλούδισμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πετάλιο
[ουσ ουδ.]
πεταλιώδης
[επίθ.]
πέταλο
{πετάλ-ου ...
πεταλοειδής
{πεταλοειδ...
πεταλούδα
[θηλ.ουσ]
πεταλουδίζω
{πεταλούδι...
πεταλούδισμα
[ουσ ουδ.]
πεταλουργός
[ουσ αρσ ]
πεταλωμένος
[επίθ.]
πεταλώνω
{πετάλω-σα...
πεταλωτήριο
{πεταλωτηρ...
πεταλωτής
[ουσ αρσ ]
πέταμα
{πετάμ-ατο...
πεταμένος
[επίθ.]
πεταρίζω
{πετάρισα}
πετάρισμα
[ουσ ουδ.]
πεταρούδι
{χωρ. γεν....
πεταχτός
[επίθ.]
πετεινάρι
{χωρ. γεν....
πετεινόμυαλος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis