Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περνώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [διαβαίνω] passare
2 [τον καιρό] trascorrere
3 [βελώνα] infilare
4 [εισχωρώ] penetrare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περμεάση περνώντας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέρνω τηλέφωνο = chiamare qualcuno al telefono || πέρνω έναν ύπνο = farsi una dormita || πέρνω κάτι εργολαβία = prendere qualcosa in appalto || πέρνω πίσω τα λογιά μου = rimangiarsi la parola || πέρνω ανάσα = riprendere fiato || πέρνω με σκάνερ = scannerizzare || πέρνω στο λαιμό του = trascinare nei guai


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---