Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περίπτερο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 edicola
2 [έκθεσης] padiglione (m), stand (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περιπτεράς περίπτερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---