Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περικόπτω
ρήμα μεταβατικό

1 abbreviare
2 accorciare
3 contingentare
4 decurtare
5 defalcare
6 diminuire
7 falcidiare
8 levare
9 menomare (vt)
10 moderare (vt)
11 mozzare (vt)
12 raccorciare (vt)
13 ridurre (vt)
14 scemare (vt)
15 scorciare (vt)
16 sforbiciare (vt)
17 sfrondare (vt)
18 stroncare (vt)
19 tagliare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περικοπή περικοσμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---