Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περιβόλι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [λαχανόκηπος] orto
2 [κήπος] giardino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περιβολή περιβολίσιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---