Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πέρασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 passaggio, transito
2 [χρόνου] passare, trascorrere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περασιά περασμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στο πέρασμα = nel corso di


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---