Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπενιχρότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 insufficienza 2 limitatezza 3 magrezza 4 mancanza 5 pochezza 6 scarsezza 7 scarsità 8 sparutezza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |