Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πείσμα
ουσιαστικό ουδέτερο

dispetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πειρώμαι πεισματάρης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα βάζω πείσμα να κάνω κάτι = ostinarsi a fare qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---