Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπατάτα
ουσιαστικό θηλυκό patata permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι τηγανιτές πατάτες [f.] = patate [θηλ. πλυθ.] fritte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |