Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πατάτα
ουσιαστικό θηλυκό

patata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πατάσσω πατατάκι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι τηγανιτές πατάτες [f.] = patate [θηλ. πλυθ.] fritte


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---