Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πασάλειμμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abborraccio
2 imbrattamento
3 passata
4 sbaffo
5 sbavatura
6 sgorbio
7 spolveratura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πασαλείβω πασαλειμμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---