Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρλαπίπας
ουσιαστικό αρσενικό

1 chiacchierino
2 chiacchierone
3 parabolone
4 parolaio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρλαμέντο παρλάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---