Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρευρίσκομαι
ρήμα αμετάβατο

1 accompagnare
2 frequentare
3 partecipare (vi)
4 presenziare (vt vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεύρεση παρευρισκόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---