Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαραποίηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 adulterazione 2 contraffazione 3 deformazione 4 deformità 5 deturpazione 6 falsificazione 7 FALSO 8 imitazione 9 manomissione 10 stiracchiamento 11 svisamento 12 travisamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |