Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παράνομος
επίθετο

illegale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρανομία παρανομώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η παράνομη εργασία = lavoro [αρσ.] nero


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---