Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαραλογισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 aberrazione 2 assurdità 3 assurdo 4 illogicità 5 incongruenza 6 inettitudine 7 insensatezza 8 irragionevolezza 9 irrazionalità 10 nonsenso 11 paralogismo 12 ridicolaggine 13 ridicolezza 14 sragionamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |