Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παπούτσια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 calzatura
2 scarpe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παπούτσι παπουτσοθήκη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το νούμερο παπουτσιών = numero [αρσ.] di scarpe


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---