Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόόριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 limite (m) 2 [σύνορο] confine (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαστα όρια = al limite || στα όρια του δυνατού = nei limiti del possibile Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |