Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


όρεξη
ουσιαστικό θηλυκό

1 appetito
2 [θέληση] voglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορεξάτος ορεογένεση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


καλή όρεξη! = buon appetito! [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---