Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
οπωροπώλης
ουσιαστικό αρσενικό
fruttiv
e
ndolo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< οπωροπωλείο
οπωρώνας >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
οπωρικά
[ουσ ουδ πληθ.]
οπωροκαλλιέργεια
{οπωροκαλλ...
οπωροκαλλιεργητής
[ουσ αρσ ]
Οπωρολαχανικός
[επίθ.]
οπωροπωλείο
[ουσ ουδ.]
οπωροπώλης
{οπωροπωλώ...
οπωρώνας
[ουσ αρσ ]
όπως
[σύνδ.]
όπως
[επίρ.]
οπωσδήποτε
[επίρ.]
όραμα
{οράμ-ατος...
οραματίζομαι
{οραματίσ-...
οραματικός
[επίθ.]
οραματιστής
[ουσ αρσ ]
όραση
{-ης κ. -ά...
ορατά
[επίρ.]
Οράτιος
[ουσ αρσ ]
ορατόριο
{ορατορί-ο...
ορατός
[επίθ.]
ορατότητα
{χωρ. πληθ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis