Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οπλοφορία
ουσιαστικό θηλυκό

il portare le armi (fpl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οπλουργός οπόθεν  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η άδεια οπλοφορίας = porto [αρσ.] d'armi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---