Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οπισθοδρομικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 arretratezza
2 inattualità
3 retrogressione
4 reversione
5 tardezza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οπισθοδρομικός οπισθοδρομώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---