Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόοικότροφος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 collegiale 2 convittore 3 dozzinante 4 interno 5 pensionante 6 pigionante permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη οικότροφος γκουβερνάντα = ragazza [θηλ.] alla pari Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |