Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›οχληρός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

οχληρός
επίθετο

1 dispiacente
2 fastidioso
3 importuno
4 indigesto
5 irritante
6 irritativo
7 molesto
8 ristucchevole
9 scocciatore
10 sgradevole
11 tormentoso
12 tumultuoso

permalink
‹ οχλαγωγώ
οχληρότητα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

όχι [επίρ.]
οχιά [θηλ.ουσ]
οχλαγωγία {οχλαγωγιώ...
οχλαγωγικός [επίθ.]
οχλαγωγώ [ρ.]
οχληρός [επίθ.]
οχληρότητα [θηλ.ουσ]
όχληση {-ης κ. -ή...
οχλοβοή [θηλ.ουσ]
οχλοκρατία {οχλοκρατι...
οχλοκρατικός [επίθ.]
όχλος ο (χωρίς π...
όχου [επιφ.]
οχτάδα [θηλ.ουσ]
οχτακόσια [ουσ ουδ.]
οχτώ [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
οχυρό [ουσ ουδ.]
οχύρωμα {οχυρώμ-ατ...
οχυρωμένος [επίθ.]
οχυρώνομαι [ρ. παθ.]


{{ID:OCLHROS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti