Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νύφη
ουσιαστικό θηλυκό

1 sposa
2 [γιου] nuora
3 [αδερφού] cognata
4 [που νυμφεύεται] sposa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νυστέρι νυφικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---