Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νέφος
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [σύννεφο] nube (f), nuvola
2 [μόλυνση] smog (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νεφόκαμα νεφοσκεπής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---