Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόναύλος
ουσιαστικό αρσενικό nolo, porto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ναυλά = spese [θηλ. πλυθ.] di viaggio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |