Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόναρκωτικός
επίθετο 1 stupefacente 2 narcotico permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ελαφρά ναρκωτικά = droghe [θηλ. πλυθ.] leggere || οι ναρκωτικές ουσίες [f.] = sostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |