Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμύτη
ουσιαστικό θηλυκό 1 anatomia naso 2 [αιχμή] punta 3 [πουλιού] becco permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαστις μύτες των ποδιών = in punta di piedi || σερνω απ' τη μύτη = menare per il naso || φυσώ τη μύτη μου = soffiarsi il naso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |