Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μυαλό
ουσιαστικό ουδέτερο

1 anatomia cervello
2 [γνώση] intelletto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μυαλγικός μυαλωμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το καθαρό μυαλό = mente [θηλ.] lucida || παίρνει το μυαλό μου αέρα = montarsi la testa || δεν έχεις κουπούτσι μυαλό = non hai un briciolo di educazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---