Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μωρία
ουσιαστικό θηλυκό

1 assurdità
2 nonsenso
3 ridicolaggine
4 ridicolezza
5 sciocchezza
6 stoltezza
7 storditaggine
8 stupidaggine
9 stupidità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μωράκι μωρό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---