Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μπουρέκι
ουσιαστικό ουδέτερο
1
pasticcio
2
polpetta
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μπουρεκάκι
μπουρζουαζία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μπουρδολογίες
[θηλ. ουσ πληθ.]
μπουρδούκλωμα
[ουσ ουδ.]
μπουρδουκλώνομαι
[ρ.]
μπουρδουκλώνω
{μπουρδούκ...
μπουρεκάκι
[ουσ ουδ.]
μπουρέκι
{μπουρεκ-ι...
μπουρζουαζία
{χωρ. πληθ...
μπουρζουάς
{μπουρζουά...
μπουρί
{μπουρ-ιού...
μπουρίνα
{μπουριν-ι...
μπουρίνι
[ουσ ουδ.]
μπουρινιασμένος
[επίθ.]
μπουρλέσκ
[ουσ ουδ.]
μπουρλότο
[ουσ ουδ.]
μπουρμπουλήθρα
{χωρ. γεν....
μπουρμπουλήθρες
[θηλ. ουσ πληθ.]
μπουρνούζι
[ουσ ουδ.]
μπουρτζόβλαχος
[ουσ αρσ ]
μπούσουλας
{χωρ. γεν....
μπουσουλώ
{μπούσουλα...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis