Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μποσικάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 allentare
2 lascare
3 mollare (vt)
4 rallentare (vt)
5 rilassare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μποσικάδα μπόσικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---