Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπερμπάντης
ουσιαστικό αρσενικό

1 birbante
2 donnaiolo
3 donnaiuolo
4 festaiolo
5 marpione
6 ribaldo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπερμπαντεύω μπερμπαντιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---