Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπελάς
ουσιαστικό αρσενικό

1 amarezza
2 assillo
3 bega
4 briga
5 canchero
6 dannazione
7 disagio
8 disgrazia
9 disturbo
10 fastidio
11 grana
12 grattacapo
13 guaio
14 imbarazzo
15 impaccio
16 impiccio
17 incomodo
18 interessamento
19 malagevolezza
20 malanno
21 male
22 mattone
23 molestia
24 noia
25 pena
26 peste
27 piaga
28 preoccupazione
29 rogna
30 rompiballe
31 rompicapo
32 rompimento
33 scocciatura
34 scomodità
35 seccatura
36 senapismo
37 strazio
38 tediosità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπελαλίδικος μπελκάντο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μπαίνω σε μπελάσες = mettersi nei pasticci


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---