Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπαίνω
ρήμα αμετάβατο

1 entrare
2 [ύφασμα] restringersi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπαΐλντισμα μπαϊράκι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μπαίνω σε λούκι = adeguarsi alla situazione || μπαίνω σε έξοδα = affrontare una spesa || μπαίνω σε ισχύ = entrare in vigore || μπαίνω σε μπελάσες = mettersi nei pasticci || το νύχι που μπήκε στο χρέας = unghia [θηλ.] incarnita


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---