Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μουγκρίζω
ρήμα αμετάβατο

1 [αγελάδα] muggire
2 [λιοντάρι] ruggire
3 [άνεμος] fischiare
4 [από πόνο] gemere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μουγκρί μούγκρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---